- εκθαμβώνω
- [-ώ (ο)] μετ. ослеплять, изумлять, поражать;
εκθαμβώνω με την ομορφιά μου — ослеплять своей красотой
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εκθαμβώνω με την ομορφιά μου — ослеплять своей красотой
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εκθαμβώνω — και εκθαμβώ ( όω) 1. θαμπώνω με δυνατό φως 2. προκαλώ κατάπληξη … Dictionary of Greek